- ασυστηματοποίητος
- η , ο [ος, ον] несистематизированный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασυστηματοποίητος — η, ο αυτός που δε συστηματοποιήθηκε, δεν οργανώθηκε με σύστημα: Η διάθεση του προϊόντος στη διεθνή αγορά είναι ακόμη ασυστηματοποίητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)